- ἀπότιλμα
- ἀπό-τιλμα, das Abgerupfte
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
απότιλμα — ἀπότιλμα, το (Α) [αποτίλλω] αυτό που προέρχεται από το μάδημα, μαδημένο μαλλί («γραιᾱν ἀποτίλματα πηρᾱν», Θεόκρ. ξέφτια από παλιοσακούλες) … Dictionary of Greek
ἀποτίλματα — ἀπότιλμα piece plucked off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)